- διώγμα
- το (AM διωγμό, Μ και διώγμα) [διώκω]1. καταδίωξη, κυνήγημα2. το αντικείμενο τής καταδιώξεως, το θήραμαμσν.- νεοελλ.(για πρόσωπα) εκδίωξη, αποπομπήμσν.αλλαγή σελήνηςαρχ.μυστική τελετή στη διάρκεια τών Θεσμοφορίων από την οποία έδιωχναν τους άντρες.
Dictionary of Greek. 2013.